- τιθηνῆς
- τιθηνέομαιpres ind act 2nd sg (doric)τιθηνέωtake care ofpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθήνης — τιθήνη nurse fem gen sg (attic epic ionic) τιθηνέομαι imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) τιθηνέω take care of imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ … Dictionary of Greek